- ὑφαίνουσι
- ὑφαίνωweavepres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ὑφαίνωweavepres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑφαίνουσ' — ὑφαίνουσα , ὑφαίνω weave pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ὑφαίνουσι , ὑφαίνω weave pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑφαίνουσι , ὑφαίνω weave pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ὑφαίνουσαι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… … Dictionary of Greek